ΑΜΥΝΤΑΙΟ

Η πόλη του Αμυνταίου είναι η έδρα του Δήμου και αποτελεί το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Ο χαρακτήρας αυτός δίνει στην πόλη του Αμυνταίου αλλά και το Δήμο, σημαντικές δυνατότητες όσον αφορά  το ρόλο του στην προοπτική ενός δικτύου τόπων και μνημείων με πολιτιστική σημασία.
Στα μέσα του 18ου αιώνα δημιουργήθηκε ο πρώτος οργανωμένος οικιστικός πυρήνας του Αμυνταίου, όταν οικογένειες από τις γύρω ορεινές περιοχές κατέβηκαν στην εύφορη πεδιάδα δίπλα στις λίμνες. Γρήγορα οι νεοφερμένοι αγρότες επιδόθηκαν εντατικά στην αμπελοκαλλιέργεια, συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση και θέτοντας τη βάση για τη συστηματική αμπελοοινική δραστηριότητα των επόμενων δεκαετιών.
Χωρίς να αλλάξει ριζικά ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας της περιοχής, η εγκαινίαση της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου από το Σουλτάνο στα τέλη του 19ου αιώνα επηρέασε καθοριστικά την ανάπτυξη του μικρού οικισμού και του έδωσε τα αστικά χαρακτηριστικά του.
Κατά την ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το Αμύνταιο αποτελούσε λόγω της Σιδηροδρομικής γραμμής, σημαντικό κόμβο διαμετακόμισης πολεμοφοδίων και στρατευμάτων. Η καθοριστική σημασία της Σιδηροδρομικής Γραμμής όμως, καθόρισε την ανάπτυξή του και στις επόμενες ειρηνικές δεκαετίες. Αποτελώντας το εμπορικό κέντρο μιας καθαρά αγροτικής υπαίθρου, γνώρισε σημαντική ακμή, δυσανάλογη με το μικρό του πληθυσμό.     
Θα έπρεπε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε , ότι τόσο το Αμύνταιο όσο και οι υπόλοιποι οικισμοί του Δήμου είχαν ως ένα βαθμό το χαρακτήρα αυτό του «σταθμού» πάνω σε μια βασική «αρτηρία επικοινωνίας», είτε αυτή ήταν ένα πέρασμα για προϊστορικούς γεωργοκτηνοτρόφους, είτε ένας οδικός άξονας των ιστορικών χρόνων, σαν την Εγνατία Οδό, είτε εμπορικά καραβάνια του 18ου και 19ου αιώνα, είτε, τέλος, μια σύγχρονη σιδηροδρομική γραμμή.
Ακόμη κι αν δεν είναι απολύτως ξεκαθαρισμένο από τους επιστήμονες το ακριβές ίχνος των παραπάνω διόδων και είναι γνωστές οι διαφορετικές απόψεις για τη χάραξη της Εγνατίας στην περιοχή, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν στην περιοχή στήριζαν την οικονομική τους δραστηριότητα με τη γειτνίαση τους με το σημαντικό αυτό άξονα.
Αυτό πιστοποιούν τα ευρήματα (ένα ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα Αρτέμιδος και ένα ανάγλυφο Αθηνάς), από τη Γκρούμπιστα , ένα χαμηλό γήλοφο συνολικής έκτασης 100 στρεμμάτων, 1 χλμ Νοτιοδυτικά του Αμυνταίου. Τα ευρήματα αυτά χρονολογούν τη θέση στα ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια , ενώ έχει εντοπιστεί και ταφικό κτίσμα παλαιοχριστιανικών χρόνων, αλλά και αποσπασματικά  λείψανα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου.
Στις 18 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε για πρώτη φορά την πόλη. Οι Τούρκοι την ανακατέλαβαν με την περίφημη μάχη του Σόροβιτς στις 22 με 24 του ίδιου μήνα και προέβησαν σε αγριότητες κατά των κατοίκων. Τέλος απέκτησε την ελευθερία της στις 23 Νοεμβρίου του 1912.
    Με την απελευθέρωση η εμπορική της ισχύς μεγαλώνει, δέχεται συνεχώς νέους κατοίκους και καθίσταται ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας. Η άνθηση αυτή δημιουργεί αστική τάξη που κατασκευάζει μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και δίνει σύγχρονη όψη στην πόλη.
Το 1928 η πόλη μετονομάζεται σε ΑΜΥΝΤΑΙΟ προς τιμή του Αμύντα, βασιλιά της Μακεδονίας. Για πρώτη φορά γίνεται δήμος το 1912 με πρώτο Δήμαρχο τον Γρηγόριο Νικολαϊδη. Το 1918 γίνεται κοινότητα και από το1946 έγινε και πάλι δήμος.